θάφτω
Смотреть что такое "θάφτω" в других словарях:
θάφτω — θάβω* … Dictionary of Greek
θάφτω — βλ. θάβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάβω — και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω) 1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω 2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές νεοελλ. 1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία») 2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και… … Dictionary of Greek
θαφτιάρης — ο νεκροθάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάφτω + κατάλ. ιάρης (πρβλ. δαιμον ιάρης, κοκκαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
θάβω — ή θάφτω έθαψα, θάφτηκα, θαμμένος 1. ενταφιάζω, κηδεύω: Πήραν άδεια να θάψουν το νεκρό. 2. κρύβω στο χώμα: Έθαψαν το θησαυρό σ ένα μέρος κρυφό. 3. καταπλακώνω, σκεπάζω: Τρεις εργάτες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια της οικοδομής. 4. προκαλώ μεγάλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)